- τηλεγράφημα
- το, -ατος1. γραπτό κείμενο που διαβιβάζεται με τον τηλέγραφο.2. τηλεγραφική είδηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλεγράφημα — το, Ν τηλεπ. σύντομο, συμπυκνωμένο κατά κανόνα, κείμενο που μεταδίδεται προς τον παραλήπτη μέσω τού τηλεγραφικού δικτύου και τού οποίου το κόστος αποστολής είναι ανάλογο προς τον αριθμό τών λέξεων (α. «επείγον τηλεγράφημα» β. «ευχετήριο… … Dictionary of Greek
αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεγράφημα — το, Ν τηλεγράφημα που μεταδίδεται με ραδιοτηλέγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotelegram (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλεγράφημα)] … Dictionary of Greek
Εμς — (Ems). Τοπωνύμια της Γερμανίας. 1. Πόλη (10.300 κάτ. το 2003) της κεντροδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο Ρηνανία Παλατινάτο. Βρίσκεται Α του Κόμπλεντς. Ονομάζεται και Μπαντ Εμς (Bad Ems). Η πόλη είναι κέντρο ιαματικών λουτρών. Η ιστορία του Ε.… … Dictionary of Greek
αποστολέας — ο (ΑΜ ἀποστολεύς) [αποστέλλω] αυτός που αποστέλλει κάτι σε κάποιον νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει επιστολή, τηλεγράφημα ή δέμα, σημειώνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του 2. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων τα οποία παραδίδονται σ… … Dictionary of Greek
ραδιογράφημα — το, Ν 1. φωτογραφική εικόνα που παίρνεται με ακτινογραφία 2. τηλεγράφημα με ασύρματο, ραδιοτηλεγράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. radiogram (< λατ. radius «ακτίνα» + γράφημα < γράφω)] … Dictionary of Greek
συγχαρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά τού άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που τού… … Dictionary of Greek
συλλυπητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να εκφράσει κανείς τη λύπη του μαζί με άλλους για ένα δυσάρεστο γεγονός, ιδίως τη συμμετοχή του σε πένθος («συλλυπητήριο τηλεγράφημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλυπητήρια λόγια, παρηγορητικές… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεαυτογράφημα — το, Ν τηλεγράφημα που μεταδίδεται με τηλεαυτογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telautogram < telauto (< telautograph, βλ. τηλεαυτόγραφος) + gram, που στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το γράφημα. Η λ., στον πληθ. τηλαυτογραφήματα,… … Dictionary of Greek